- καλοταΐζω
- μετ. хорошо кормить, откармливать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλοταΐζω — και καλοταγίζω τρέφω κάποιον καλά, τόν διατρέφω με ενδιαφέρον … Dictionary of Greek
καλοταΐζω — καλοτάισα, καλοταΐστηκα, καλοταϊσμένος, τρέφω κάποιον καλά: Τα καλοταΐζει τα παιδιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek